- στρίγλος
- στρίγλοςstrigosusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρίγλος — ὁ, ΜΑ μσν. μάγος, γόης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού αρχ. στρίγξ* (βλ. λ. στριξ)] … Dictionary of Greek
νυκτιβόας — νυκτιβόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος καλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] … Dictionary of Greek
στρίγκλος — στρίγκλος, ο και στρίγλος, ο άνθρωπος κακόψυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(s)treig-3, streid(h)- — (s)treig 3, streid(h) English meaning: to hiss Deutsche Übersetzung: “zischen, schwirren”; Schallwort Material: Gk. τρίζω, τέτρῑγα “zirpe, schwirre, knirsche”, τριγμός (neologism τρισμός) m. “das Zirpen, Schwirren”, τρί̄γλη… … Proto-Indo-European etymological dictionary